Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπεκουλαδόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπεκουλαδόρος οι σπεκουλαδόροι
      γενική του σπεκουλαδόρου των σπεκουλαδόρων
    αιτιατική τον σπεκουλαδόρο τους σπεκουλαδόρους
     κλητική σπεκουλαδόρε σπεκουλαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπεκουλαδόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική speculatore. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε σπέκουλ(α) + -αδόρος. Συγκρίνετε με το σπεκουλάντης & σπεκουλάτορας.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spe.ku.laˈðo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεκουλαδόρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπεκουλαδόρος αρσενικό (θηλυκό σπεκουλαδόρα)[2]

  1. (προφορικό) που σπεκουλάρει
  2. (ειδικότερα) ο κερδοσκόπος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη σπεκουλάρω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σπεκουλαδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σπεκουλαδόρα  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)