σπερματοβλάστη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπερματοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatoblast < αρχαία ελληνική σπέρμα + βλάστη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπερματοβλάστη θηλυκό
- (βιολογία) κύτταρο που είναι πρόδρομος του σπερματοζωαρίου, δηλαδή ένα κύτταρο από το οποίο εξελίσσεται το σπερματοζωάριο κατά τη διαδικασία της σπερματογένεσης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερματοβλάστη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)