σπερματοβλάστη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερματοβλάστη οι σπερματοβλάστες
      γενική της σπερματοβλάστης των σπερματοβλαστών
    αιτιατική τη σπερματοβλάστη τις σπερματοβλάστες
     κλητική σπερματοβλάστη σπερματοβλάστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπερματοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermatoblast < αρχαία ελληνική σπέρμα + βλάστη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπερματοβλάστη θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]