σπερματογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: spermatographie < αρχαία ελληνική σπέρμα + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπερματογραφία θηλυκό
- εξέταση της μορφής και της περιεκτικότητας του σπέρματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματογραφία