σπερματσέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερματσέτο < ιταλική spermaceti
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπερματσέτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του σπαρματσέτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματσέτο
|