σπερμογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερμογόνος η σπερμογόνος
σπερμογόνα
το σπερμογόνο
      γενική του σπερμογόνου της σπερμογόνου
σπερμογόνας
του σπερμογόνου
    αιτιατική τον σπερμογόνο τη σπερμογόνο
σπερμογόνα
το σπερμογόνο
     κλητική σπερμογόνε σπερμογόνε
σπερμογόνα
σπερμογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερμογόνοι οι σπερμογόνοι
σπερμογόνες
τα σπερμογόνα
      γενική των σπερμογόνων των σπερμογόνων των σπερμογόνων
    αιτιατική τους σπερμογόνους τις σπερμογόνους
σπερμογόνες
τα σπερμογόνα
     κλητική σπερμογόνοι σπερμογόνοι
σπερμογόνες
σπερμογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπερμογόνος < σπερμο- + -γόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

σπερμογόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]