σπερμολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερμολογία < (ελληνιστική κοινή) σπερμολογία < σπερμολόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπερμολογία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σπερμολόγος, σπέρνω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερμολογία
|