σπεσιαλίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπεσιαλίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική spécialiste + -ίστας[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spe.si.aˈli.stas/ & /spe.sçaˈli.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπε‐σια‐λί‐στας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπεσιαλίστας αρσενικό άκλιτο (θηλυκό σπεσιαλίστρια)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]