σπετσιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /speˈt͡sçe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐τσιέ‐ρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπετσιέρης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο βοηθός του φαρμακοποιού, το παιδί-βοηθός που έπαιρνε οδηγίες από τον φαρμακοποιό για να κάνει κάποια δουλειά. Δεν είχε γνώσεις φαρμακολογίας, απλά ακολουθούσε τις εντολές και τις οδηγίες του φαρμακοποιού και έτριβε στο γουδί και ανακάτευε τα συστατικά για την παρασκευή των φαρμάκων
- Χρουστάου διακόσιες δραμές στου Χαΐμ, στ' Λάρ'σα. Τι να 'κανα; Του κουρίτσι μ' είχι αρρουστήσ'. Έλιουνι, πέθνησκι. Του πήα στ' Λάρ' σα, στου γιατρό. Η γιατρός μι πήρε είκουσι δραμές. Η σπιτσέρης, τρανταπέντι. Μ' είπι, η γιατρός, να τ' δίνου, του κορ'τσιού, κάθε μέρα κρίας. Ξουδεύ'κα, χριώθ'κα, πνίγ'κα! Κι του χουράφ', δεν έδ' κι ούτε ιένα τρία... (Μ. Καραγάτσης, Το μπουρίνι)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σπετσαρία
- Σπετσιέρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπετσιέρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)