σπετσιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπετσιώτικος < Σπετσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /speˈt͡sço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐τσιώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπετσιώτικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με τις Σπέτσες
- ↪ο σπετσιώτικος στόλος της Επανάστασης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπετσιώτικος
|