σπεύδε βραδέως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπεύδε βραδέως < → δείτε τις λέξεις σπεύδω και βραδύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]σπεύδε βραδέως
- κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς καθυστέρηση αλλά και με προσοχή, χωρίς να είσαι τόσο βιαστικός που θα κάνεις κάτι λάθος εξαιτίας της βιασύνης σου