σπεύσατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σπεύσατε

  1. β' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος σπεύδω
  2. (λόγιο) β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σπεύδω
    παράλληλος τύπος: σπεύστε)