σπηλαιοδύτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπηλαιοδύτης < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cave diver. Μορφολογικά αναλύεται σε σπήλαιο + δύτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπηλαιοδύτης αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που κάνει σπηλαιοκατάδυση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- σπηλαιοκατάδυση
- → και δείτε τις λέξεις σπήλαιο, δύτης και δύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπηλαιοδύτης
|
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σπηλαιοδύτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)