σπηλαιώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπηλαιώδης η σπηλαιώδης το σπηλαιώδες
      γενική του σπηλαιώδους της σπηλαιώδους του σπηλαιώδους
    αιτιατική τον σπηλαιώδη τη σπηλαιώδη το σπηλαιώδες
     κλητική σπηλαιώδη(ς) σπηλαιώδης σπηλαιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπηλαιώδεις οι σπηλαιώδεις τα σπηλαιώδη
      γενική των σπηλαιωδών των σπηλαιωδών των σπηλαιωδών
    αιτιατική τους σπηλαιώδεις τις σπηλαιώδεις τα σπηλαιώδη
     κλητική σπηλαιώδεις σπηλαιώδεις σπηλαιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπηλαιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπηλαιώδης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.leˈo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπη‐λαι‐ώ‐δης

Επίθετο[επεξεργασία]

σπηλαιώδης, -ης, -ες

  1. που θυμίζει σπήλαιο
  2. (ιατρική) που περιέχει σπήλαια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]