σπιθαμιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιθαμιαίος < σπιθαμή
Επίθετο[επεξεργασία]
σπιθαμιαίος, -α, -ο
- αυτός έχει μήκος μιας σπιθαμής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιθαμιαίος
|