σπικάζ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπικάζ ουδέτερο άκλιτο
- περιγραφή και σχολιασμός γεγονότος με τεχνικά μέσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπικάζ