σπιλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιλώνω < (ελληνιστική κοινήσπιλόω / σπιλῶ < αρχαία ελληνική σπίλος

Ρήμα[επεξεργασία]

σπιλώνω (παθητική φωνή: σπιλώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]