σπινθήρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
      γενική του σπινθηρίσματος των σπινθηρισμάτων
    αιτιατική το σπινθήρισμα τα σπινθηρίσματα
     κλητική σπινθήρισμα σπινθηρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπινθήρισμα < σπινθηρίζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπινθήρισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]