σπινθηρίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπινθηρίζων η σπινθηρίζουσα το σπινθηρίζον
      γενική του σπινθηρίζοντος της σπινθηρίζουσας
σπινθηριζούσης*
του σπινθηρίζοντος
    αιτιατική τον σπινθηρίζοντα τη σπινθηρίζουσα το σπινθηρίζον
     κλητική σπινθηρίζων σπινθηρίζουσα σπινθηρίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπινθηρίζοντες οι σπινθηρίζουσες τα σπινθηρίζοντα
      γενική των σπινθηριζόντων των σπινθηριζουσών των σπινθηριζόντων
    αιτιατική τους σπινθηρίζοντες τις σπινθηρίζουσες τα σπινθηρίζοντα
     κλητική σπινθηρίζοντες σπινθηρίζουσες σπινθηρίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπινθηρίζων < ελληνιστική κοινή σπινθηρίζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σπινθηρίζω < αρχαία ελληνική σπινθήρ

Επίθετο[επεξεργασία]

σπινθηρίζων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]