σπιούνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπιούνος οι σπιούνοι
      γενική του σπιούνου των σπιούνων
    αιτιατική τον σπιούνο τους σπιούνους
     κλητική σπιούνε σπιούνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιούνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική spione[1] < δημώδης λατινική *spiō < φραγκική *spehō[2] (κατάσκοπος) < *spehōn (κατασκοπεύω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spiˈu.nos/ & /ˈspçu.nos/[1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐ού‐νος ή σπιού‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπιούνος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]