σπιρομέτρησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σπιρομέτρησης θηλυκό
- σπιρομέτρηση, στη γενική του ενικού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σπιρομετρήσεως (λόγιο)