σπιρουλίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιρουλίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιρουλίνα θηλυκό
- γένος κυανοβακτηρίων (Spirulina)
- βιομάζα βρώσιμων μονοκύτταρων, μικροσκοπικών κυανοβακτηρίων (τριών ειδών Arthrospira platensis, A. fusiformis, και A. maxima)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιρουλίνα
|