σπιρούνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιρούνιασμα < σπιρουνιάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιρούνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπιρουνιάζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιρούνιασμα
|