σπιτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιτάκι | τα | σπιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σπιτάκι | τα | σπιτάκια |
κλητική | σπιτάκι | σπιτάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιτάκι < σπίτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιτάκι ουδέτερο
- μικρό σπίτι
- Το σπιτάκι του σκύλου.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σπίτι μου, σπιτάκι μου