σπιτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐τι‐κό


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπιτικό τα σπιτικά
      γενική του σπιτικού των σπιτικών
    αιτιατική το σπιτικό τα σπιτικά
     κλητική σπιτικό σπιτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιτικό < ονομαστική ενικού ουδετέρου σπιτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπιτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπιτικό