σπιτόγατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπιτόγατος οι σπιτόγατοι
      γενική του σπιτόγατου των σπιτόγατων
    αιτιατική τον σπιτόγατο τους σπιτόγατους
     κλητική σπιτόγατε σπιτόγατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιτόγατος < σπίτι + -ο- + γάτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπιτόγατος αρσενικό

  • που δεν θέλει να βγαίνει από την κατοικία του, αλλά του αρέσει να περνάει το χρόνο του εκεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]