σπιτόγατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιτόγατος αρσενικό
- που δεν θέλει να βγαίνει από την κατοικία του, αλλά του αρέσει να περνάει το χρόνο του εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιτόγατος