σπλήνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπλήνα | οι | σπλήνες |
γενική | της | σπλήνας | των | σπληνών |
αιτιατική | τη | σπλήνα | τις | σπλήνες |
κλητική | σπλήνα | σπλήνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπλήνα < μεσαιωνική ελληνική σπλήνα (θηλυκό) < αρχαία ελληνική σπλήν (αρσενικό) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπλήνα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- σπληνάντερο
- σπλήνας
- σπληνεκτομή
- σπληνικός
- σπληνίο
- σπληνογραφία
- σπληνομεγαλία
- → δείτε τη λέξη σπλάχνο