σπλαγχνόπτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπλαγχνόπτωση | οι | σπλαγχνοπτώσεις |
γενική | της | σπλαγχνόπτωσης* | των | σπλαγχνοπτώσεων |
αιτιατική | τη | σπλαγχνόπτωση | τις | σπλαγχνοπτώσεις |
κλητική | σπλαγχνόπτωση | σπλαγχνοπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπλαγχνοπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπλαγχνόπτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπλαγχνόπτωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπλαγχνόπτωση
|