σπλαχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπλαχνικός < (ελληνιστική κοινή) σπλαγχνικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σπλαχνικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που έχει σχέση με τα σπλάχνα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (μεταφορικά) που ευσπλαχνίζεται κάποιον, που εκδηλώνει φιλεύσπλαχνα αισθήματα