σπληνολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπληνολογικός η σπληνολογική το σπληνολογικό
      γενική του σπληνολογικού της σπληνολογικής του σπληνολογικού
    αιτιατική τον σπληνολογικό τη σπληνολογική το σπληνολογικό
     κλητική σπληνολογικέ σπληνολογική σπληνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπληνολογικοί οι σπληνολογικές τα σπληνολογικά
      γενική των σπληνολογικών των σπληνολογικών των σπληνολογικών
    αιτιατική τους σπληνολογικούς τις σπληνολογικές τα σπληνολογικά
     κλητική σπληνολογικοί σπληνολογικές σπληνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπληνολογικός < σπληνολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σπληνολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]