σπογγαλιευτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπογγαλιευτικό < σπογγαλιεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπογγαλιευτικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): εξειδικευμένο σκάφος με ανάλογο εξοπλισμό για διενέργεια σπογγαλιείας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπογγαλιευτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σπογγαλιευτικό
- αιτιατική ενικού του σπογγαλιευτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σπογγαλιευτικός