σπογγώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπογγώδης < < αρχαία ελληνική σπογγώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
σπογγώδης
- που η μορφή του ή η σύστασή του είναι παρόμοια με του σπόγγου
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπογγώδης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σπογγώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σπογγώδης