σπολλάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπολλάτη < μεσαιωνική ελληνική εἰς + πολλά + ἔτη
Επίρρημα[επεξεργασία]
σπολλάτη και σπολλάτι
- χρόνια πολλά, σαν ευχή
- (ειρωνικό) μπράβο σου!, συγχαρητήρια!
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπολλάτη και σπολλάτι ουδέτερο
- η ανάλογη ευχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπολλάτη
|