σπονδυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπονδυλικός < σπόνδυλ(ος) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spon.ði.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπον‐δυ‐λι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
σπονδυλικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους σπονδύλους