σπονδυλολίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδυλολίσθηση οι σπονδυλολισθήσεις
      γενική της σπονδυλολίσθησης* των σπονδυλολισθήσεων
    αιτιατική τη σπονδυλολίσθηση τις σπονδυλολισθήσεις
     κλητική σπονδυλολίσθηση σπονδυλολισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπονδυλολισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπονδυλολίσθηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spondylolisthesis[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπονδυλολίσθηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σπονδυλ(ο)- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]