σποριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπόρια, σπορά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποριά οι σποριές
      γενική της σποριάς των σποριών
    αιτιατική τη σποριά τις σποριές
     κλητική σποριά σποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σποριά < σπορ(ά) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σποριά θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. στα Ειδικά θέματα Γεωδαισίας -Εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας (εκπαιδευτικό υλικό των καθ. του ΕΜΠ Ευαγγελίας Λάμπρου και Γεωργίου Πανταζή), σ. 17, διαθέσιμο στον ιστότοπο https://web.archive.org/web/20200128170329/https://ocw.aoc.ntua.gr/ (Πλατφόρμα Τηλεκπαίδευσης του ΕΜΠ)· πρόσβαση: 2020-01-28.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]