σποροπαραγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σποροπαραγωγή οι σποροπαραγωγές
      γενική της σποροπαραγωγής των σποροπαραγωγών
    αιτιατική τη σποροπαραγωγή τις σποροπαραγωγές
     κλητική σποροπαραγωγή σποροπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σποροπαραγωγή < σπόρος + -ο- + παραγωγή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σποροπαραγωγή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • σποροπαραγωγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • σποροπαραγωγή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]