σπουδάζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδάζων η σπουδάζουσα το σπουδάζον
      γενική του σπουδάζοντος
σπουδάζοντα1
της σπουδάζουσας
σπουδαζούσης*
του σπουδάζοντος
    αιτιατική τον σπουδάζοντα τη σπουδάζουσα το σπουδάζον
     κλητική σπουδάζων σπουδάζουσα σπουδάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδάζοντες οι σπουδάζουσες τα σπουδάζοντα
      γενική των σπουδαζόντων των σπουδαζουσών των σπουδαζόντων
    αιτιατική τους σπουδάζοντες τις σπουδάζουσες τα σπουδάζοντα
     κλητική σπουδάζοντες σπουδάζουσες σπουδάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπουδάζων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σπουδάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

σπουδάζων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]