σπουδάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδάρχης < αρχαία ελληνική σπουδάρχης < σπουδή + ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπουδάρχης αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) κάποιος που αποπειράται να καταλάβει μια αρχή, ένα αξίωμα, μια θέση με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σπουδαρχία
- σπουδαρχίδης
- σπουδαρχώ
- → δείτε τις λέξεις σπουδή και άρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουδάρχης
|