Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπουδαίο

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπουδαίο

  1. σπουδαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπουδαίο, ουδέτερο του σπουδαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού