σπουδαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σπουδάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σπουδαγμένος, -η, -ο
- άλλη μορφή του σπουδασμένος
- ※ Το 1881, με οκτακόσιες δραχμές στην τσέπη -κονδύλι που του είχε εγκρίνει η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία- ο Παναγής Καββαδίας, ένας Κεφαλονίτης αρχαιολόγος, σπουδαγμένος στη Γερμανία, ξεκίνησε τις ανασκαφές στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. (18 Νοεμβρίου 2012, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουδαγμένος
|