σπουδαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαιότητα < σπουδαίος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spʊ.ðɛˈɔ.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπουδαιότητα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουδαιότητα