σπρίντερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπρίντερ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprinter

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπρίντερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]