σπρεντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπρεντ < αγγλική spread < μέση αγγλική spreden < αγγλοσαξονικά sprǣdan < πρωτογερμανική *spraidijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)per- (σκορπίζω, σπέρνω, ραντίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπρεντ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) η διαφορά μεταξύ δύο τιμών
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά στην απόδοση των κρατικών χρεογράφων μιας χώρας με την απόδοση των κρατικών χρεογράφων άλλων πιο αξιόχρεων χωρών
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά ανάμεσα στις τιμές αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, μετοχών κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
σπρεντ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)