σπρώξιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈspɾo.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπρώ‐ξι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπρώξιμο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η πράξη ή το αποτέλεσμα του σπρώχνω