Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπρώχνομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπρώχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω

σπρώχνομαι

  1. μέση-παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω
  2. σπρώχνοντας άλλους προχωρώ
     συνώνυμα: συνωθούμαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]