σπυρωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπυρωτός η σπυρωτή το σπυρωτό
      γενική του σπυρωτού της σπυρωτής του σπυρωτού
    αιτιατική τον σπυρωτό τη σπυρωτή το σπυρωτό
     κλητική σπυρωτέ σπυρωτή σπυρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπυρωτοί οι σπυρωτές τα σπυρωτά
      γενική των σπυρωτών των σπυρωτών των σπυρωτών
    αιτιατική τους σπυρωτούς τις σπυρωτές τα σπυρωτά
     κλητική σπυρωτοί σπυρωτές σπυρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπυρωτός < σπυρί + -ωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

σπυρωτός, -ή, -ό

  • που τα σπυριά που τον συναποτελούν, οι κόκκοι του, είναι διακριτοί μεταξύ τους και δεν έχουν γίνει ένας χυλός, ένας λαπάς
    Ειδικά το υπέροχο κασιώτικο πιλάφι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία και πρέπει να σερβιριστεί στην ώρα του ζεστό και σπυρωτό. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά του. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]