στάβλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στάβλος οι στάβλοι
      γενική του στάβλου των στάβλων
    αιτιατική τον στάβλο τους στάβλους
     κλητική στάβλε στάβλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στάβλος < ελληνιστική κοινή στάβλος (αρσενικό) < στάβλον (ουδέτερο) < λατινική stabulum < sto + -bulum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂-
Άλογο σε στάβλο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στάβλος αρσενικό

  1. σκεπασμένος χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιείται σαν κατάλυμα για ζώα
  2. (μεταφορικά) πολύ βρόμικο δωμάτιο ή χώρος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]