στάθμη θάλασσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάθμη θάλασσας | ||
γενική | της | στάθμης θάλασσας | ||
αιτιατική | τη | στάθμη θάλασσας | ||
κλητική | στάθμη θάλασσας | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
στάθμη θάλασσας θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το ονομαστικό ύψος της επιφάνειας των ωκεανών πάνω από το οποίο μετρώνται τα ύψη των γεωγραφικών χαρακτηριστικών και τα επίπεδα πτήσης των αεροσκαφών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάθμη θάλασσας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)