στάλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στάλος | οι | στάλοι |
γενική | του | στάλου | των | στάλων |
αιτιατική | τον | στάλο | τους | στάλους |
κλητική | στάλε | στάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στάλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάλος αρσενικό
- σταλίστρα, σκιερός τόπος όπου σταλίζουν τα ζώα τις θερμές ώρες
- (συνεκδοχικά) το ξεκούρασμα των ζώων κατά τις μεσημβρινές ώρες
- (ειδικότερα) μαντρί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάλος
|