στάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάνη οι στάνες
      γενική της στάνης των (στανών)
    αιτιατική τη στάνη τις στάνες
     κλητική στάνη στάνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στάνη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή *στάνη[1]
Πρόβατα σε στάνη.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsta.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στά‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στάνη θηλυκό

  • περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των κοπαδιών, κυρίως αιγοπροβάτων, το βράδυ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]